ᾠΰφιον

ᾠΰφιον
ᾠΰφιον, τό, Dim. of ᾠόν, Theognost.Can.127;
A

ωοιφια εικοσι PLond. 2.335.19

(ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ᾠύφιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωΰφιον — τὸ, Μ υποκορ. τού ᾠόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + υποκορ. κατάλ. ύφιον (πρβλ. ζω ΰφιον)] …   Dictionary of Greek

  • ωοίφιον — τὸ, Α [ᾠόν] (σε πάπ.) μικρό αβγό, ᾠΰφιον* …   Dictionary of Greek

  • ωό(ν) — το / ᾠόν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ὤιον και δωρ. τ. ὤεον και αργείος τ. ὤβεον και ὤFεον, Α (για τα ωοτόκα ζώα) το γονιμοποιημένο ωάριο, καθώς και το ίδιο το γέννημα τού ζώου, το αβγό νεοελλ. 1. βιολ. η εξειδικευμένη δομή που αποτελείται από το ώριμο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”